- διερρωγώς
- διαρρήγνυμιbreak throughperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάτραμις — ( εως), ο (Α) [τράμις] (για κίναιδο) «ὁ διερρωγὼς τὴν τράμιν» εκείνος τού οποίου η τράμις, ο πρωκτός, έχει πλέον διαρραγεί, ο ξεσκισμένος … Dictionary of Greek
ՊԱՏԱՌԱՏՈՒՆ — ( ) NBH 2 0604 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c, 13c, 14c ա. διερρηγμένος, διεσπαρμένος, διερρωγώς , κατερρωγώς fissus, diruptus, disruptus ῤακῶδης pannosus. որ գրի եւ ՊԱՏԱՌՈՏՈՒՆ, ՊԱՏԱՌՈՏԻ. Չարաչար պատառեալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)